συμβούλιο
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμβούλιο < ελληνιστική κοινή συμβούλιον < αρχαία ελληνική συμβουλή / συμβουλία < σύν + βουλή < βούλομαι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική conseil
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /simˈvu.li.ɔ/
- συλλαβισμός : συμ‐βού‐λι‐ο
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συμβούλιο ουδέτερο
- συνάθροιση ατόμων, που έχουν οριστεί ή εκλεγεί, προκειμένου να αποφασίσουν, μετά από συζήτηση, για διάφορα θέματα
- (συνεκδοχικά) το σύνολο των ατόμων που μετέχουν στη συνάθροιση