↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνάθροιση οι συναθροίσεις
      γενική της συνάθροισης* των συναθροίσεων
    αιτιατική τη συνάθροιση τις συναθροίσεις
     κλητική συνάθροιση συναθροίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναθροίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνάθροιση < αρχαία ελληνική συνάθροισις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈna.θɾi.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνάθροιση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία