μάζωξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάζωξη | οι | μαζώξεις |
γενική | της | μάζωξης | των | μαζώξεων |
αιτιατική | τη | μάζωξη | τις | μαζώξεις |
κλητική | μάζωξη | μαζώξεις | ||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάζωξη < μαζώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάζωξη θηλυκό
- η συγκέντρωση πολλών ατόμων σε ένα χώρο για συζήτηση ή διασκέδαση
- θα κάνουμε μια μάζωξη στο σπίτι μεθαύριο, να ξαναβρεθούμε όλοι οι παλιοί γνωστοί
Μεταφράσεις
επεξεργασία μάζωξη