Ετυμολογία

επεξεργασία

μαζώνω, πρτ.: μάζωνα, στ.μέλλ.: θα μαζώξω, αόρ.: μάζωξα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία