ενικός         πληθυντικός  
assembly assemblies

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

assembly (en)

  1. η συνέλευση, η συνάθροιση, η συναγωγή
    ⮡  the National Assembly - η Εθνική Συνέλευση
    ⮡  I’m calling a general assembly.
    Καλώ γενική συνέλευση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη meeting
  2. διάταξη σε οργανωμένο-λειτουργικό σύνολο
  3. συναρμολόγηση
  4. συστοιχία που επιτελεί συγκεκριμένο έργο και είναι παρατεταμένη με τρόπο που συμβάλλει σ' αυτό
  5. (γλώσσες προγραμματισμού) συμβολόγλωσσα,[1] η συμβολική γλώσσα (προγραμματισμού), σύντμηση του όρου assembly language

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Γλωσσάριο. Προσπέλαση 23/10/2019