Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmiːtɪŋ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈmitɪŋ/ (ΗΠΑ)
 

  Ρηματικός τύποςΕπεξεργασία

meeting (en)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

meeting (en)

  • η συνάντηση
  • η σύνοδος
    the meeting of the Justice and Home Affairs Council - η σύνοδος του Συμβουλίου Υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών
  • το σημείο συνάντησης

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.tiɳ/

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
meeting meetings

meeting (fr) αρσενικό

  1. δημόσια συνάντηση με κοινωνικό ή πολιτικό σκοπό
     συνώνυμα: assemblée, manifestation, rassemblement, réunion
  2. (κατ' επέκταση) αθλητική συνάντηση μπροστά σε ευρύ κοινό