συστοιχία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συστοιχία < αρχαία ελληνική συστοιχία (στήλη)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συστοιχία θηλυκό
- σύνολο ομοειδών αντικειμένων ή γεγονότων τοποθετημένα σε ορισμένη τάξη στο χώρο ή το χρόνο
- συστοιχία πλανητών
- το άλσος Συγγρού διακρίνεται για τις ιδιαίτερα πυκνές συστοιχίες δένδρων του
- αυτός ο στίχος συγκροτεί μία συστοιχία μοναδικών εικόνων, συναισθημάτων και σκέψεων