bouquet
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bouquet (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bouquet | bouquets |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
bouquet (fr) αρσενικό
- το μπουκέτο, το μάτσο, η δέσμη
- η δενδροστοιχία
- το άρωμα, η οσμή ενός κρασιού ή ενός λικέρ
- ↪ le bouquet du vin - το άρωμα του κρασιού
- το τελικό σύνολο βεγγαλικών που κλείνει ένα πυροτέχνημα
- un bouquet final
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
bouquet (fr) αρσενικό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- bouquet garni: ματσάκι από δάφνη, θυμάρι και μαΪντανό
- c'est le bouquet ! το άκρον άωτον
Ιταλικά (it)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
bouquet (it)