μάτσο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μάτσο | τα | μάτσα |
γενική | του | μάτσου | των | μάτσων |
αιτιατική | το | μάτσο | τα | μάτσα |
κλητική | μάτσο | μάτσα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μάτσο < (άμεσο δάνειο) βενετική mazzo
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μάτσο ουδέτερο
- δέσμη από όμοια, που την πιάνεις με το ένα χέρι
- ένα μάτσο μαϊντανό
- σωρός ομοίων
- θα ήθελα να είχα ένα μάτσο πεντακοσάρικα
- Ένα μάτσο γυναίκες υπάρχουνε κι εσύ κάθεσαι και σκας για την Ελένη
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- (είμαι) ένα μάτσο χάλια : για κάποιο άσχημο άτομο που όλα επάνω του είναι χάλια, αλλά και για ψυχικές καταστάσεις, όταν κάποιος είναι διαλυμένος ψυχικά ή κατάκοπος