Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ματσάκι τα ματσάκια
      γενική
    αιτιατική το ματσάκι τα ματσάκια
     κλητική ματσάκι ματσάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

1-3: ματσάκι < μάτσ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι < ιταλικά mazzo
4: ματσάκι < ματς + υποκοριστικό επίθημα -άκι < αγγλικά match

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ματσάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του μάτσο
  2. (ειδικότερα) καθιερωμένη ονομασία είδους συσκευασίας, συνήθως για αρωματικά φυτά (μαϊντανό, ρίγανη κλπ.), σε δεμένα μικρά μάτσα
  3. (κατ’ επέκταση) η αόριστη ποσότητα που περιέχεται σε ένα δεμένο ματσάκι, όπως πουλιέται στα καταστήματα και μπορεί να διαφέρει αρκετά από σημείο πώλησης σε σημείο πώλησης
  4. υποκοριστικό του ματς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μάτσο