Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαϊντανός οι μαϊντανοί
      γενική του μαϊντανού των μαϊντανών
    αιτιατική τον μαϊντανό τους μαϊντανούς
     κλητική μαϊντανέ μαϊντανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Φύλλα μαϊντανού.

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαϊντανός < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική معدنوس (mağdanos, maydanos) (τουρκική maydanoz) < αραβική مَعْدُونِس (maʿdūnis) <
Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια[1] < ινδικής προέλευσης
Κατά τον Γεώργιο Μπαμπινώτη[2] (αντιδάνειο) < μεσαιωνική ελληνική μακεδονήσι / μακεδονήσιον < λατινική macedonense, ουδέτερο του macedonensis < Macedo < αρχαία ελληνική Μακεδών (αντιδάνειο) < Μακεδονία < μακεδονία < μακεδνός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mai̯.daˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαϊ‐ντα‐νός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαϊντανός αρσενικό

  1. (φυτό, λαχανικό) φυτό (Petroselinum crispum) του οποίου τα φύλλα χρησιμοποιούνται ως μυρωδικό στη μαγειρική
     συνώνυμα: πετροσέλινο
  2. ο άνθρωπος που ανακατώνεται σε όλα χωρίς να είναι αρμόδιος
  3. (ειρωνικό) πρόσωπο που εμφανίζεται δημοσίως πολύ συχνά και σε διάφορες περιστάσεις, ιδίως στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, και εκφέρει γνώμη για πράγματα για τα οποία δεν είναι αρμόδιος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

αρχαία ελληνικά: πετροσέλινον

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μαϊντανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.