петрушка
Ρωσικά (ru)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- петрушка < (άμεσο δάνειο) πολωνική pietruszka < τσεχική petržel + ρωσικό επίθημα -ушка < μέση άνω γερμανική petersîlje < λατινική petroselinum < αρχαία ελληνική πετροσέλινον (ο μαϊντανός)[1]