parsley
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- (φυτό, λαχανικό) ο μαϊντανός
- ⮡ I am garnishing the fish with parsley and slices of lemon.
- Γαρνίρω το ψάρι με μαϊντανό και φέτες λεμονιού.
- ⮡ I am garnishing the fish with parsley and slices of lemon.