Μακεδών
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μακεδών < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜακεδών αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Κωνσταντίνος Ντίνας, (1995), Κοζανίτικα επώνυμα (1759–1916), Κοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | Μακεδών | οἱ/αἱ | Μακεδόνες |
γενική | τοῦ/τῆς | Μακεδόνος | τῶν | Μακεδόνων |
δοτική | τῷ/τῇ | Μακεδόνῐ | τοῖς/ταῖς | Μακεδόσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν/τὴν | Μακεδόνᾰ | τοὺς/τὰς | Μακεδόνᾰς |
κλητική ὦ! | Μακεδών | Μακεδόνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Μακεδόνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Μακεδόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μακεδών < μακεδνός[1] (μακρύς, ψηλός) ή Μακέτης / Μακέται + -ών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₂ḱ- (μακρύς, λεπτός) ή προελληνική [2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΜᾰκεδών αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκά: Μακεδονία, Μακεδονίς, Μακεδόνισσα, Μακεδονῖτις)
- (πατριδωνυμικό) Μακεδόνας, στον πληθυντικό: Μακεδόνες
Σημειώσεις
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- (επίθετο) Μακεδονικός
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 «Μακεδονία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Hjalmar Frisk, Griechisches Etymologisches Wörterbuch, Χαϊδελβέργη 1970, σελ. 2163, λήμμα: μακεδνός
Πηγές
επεξεργασία- Μακεδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Μακεδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.