↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
Μᾰκεδονῐδ-
ονομαστική Μακεδονίς αἱ Μακεδονίδες
      γενική τῆς Μακεδονίδος τῶν Μακεδονίδων
      δοτική τῇ Μακεδονίδ ταῖς Μακεδονίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Μακεδονίδ τὰς Μακεδονίδᾰς
     κλητική ! Μακεδονίς* Μακεδονίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Μακεδονίδε
γεν-δοτ τοῖν  Μακεδονίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μακεδονίς < Μακεδών, Μακεδόν(ος) + -ίς

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μακεδονίς, -ίδος θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μακεδών: η Μακεδόνισσα
     συνώνυμα: Μακεδόνισσα
  2. (και σε επιθετική λειτουργία) η μακεδονική εννοείται: γῆ
  3. (ελληνιστική σημασία , σε επιγραφή) γυναικείο όνομα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα ή μορφές: