πετροσέλινο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πετροσέλινο | τα | πετροσέλινα |
γενική | του | πετροσέλινου & πετροσελίνου |
των | πετροσέλινων & πετροσελίνων |
αιτιατική | το | πετροσέλινο | τα | πετροσέλινα |
κλητική | πετροσέλινο | πετροσέλινα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Οι λόγιες γενικές, -ίνου, -ίνων από την αρχαία κλίση. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετροσέλινο < κληρονομημένο από την ελληνιστική κοινή πετροσέλινον. Συγχρονικά αναλύεται σε πετρο- + σέλινο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετροσέλινο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετροσέλινο
|