σέλινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σέλινο | τα | σέλινα |
γενική | του | σέλινου | των | σέλινων |
αιτιατική | το | σέλινο | τα | σέλινα |
κλητική | σέλινο | σέλινα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
επεξεργασία
- σέλινο < αρχαία ελληνική σέλινον
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈse.li.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σέ‐λι‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σέλινο ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
σέλινο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σέλινο
|