Δείτε επίσης: σελίνι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σέλινο τα σέλινα
      γενική του σέλινου των σέλινων
    αιτιατική το σέλινο τα σέλινα
     κλητική σέλινο σέλινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

σέλινο < αρχαία ελληνική σέλινον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈse.li.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σέ‐λι‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σέλινο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία