sedano
Ιταλικά (it)
επεξεργασία- sedano < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική σέλινον, και μέσω λατινικών, από τη λατινική selīnum
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
sedano | sedani |
sedano (it)
Πηγές
επεξεργασία- sedano - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).