νοστιμιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νοστιμιά | οι | νοστιμιές |
γενική | της | νοστιμιάς | των | νοστιμιών |
αιτιατική | τη | νοστιμιά | τις | νοστιμιές |
κλητική | νοστιμιά | νοστιμιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
νοστιμιά θηλυκό