savour
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsavour (en) (ΗΒ) και savor (ΗΠΑ)
- ιδιαίτερη γεύση ή μυρωδιά
- (μεταφορικά) γεύση
- the savour of victory
Ρήμα
επεξεργασίαsavour (en) (ΗΒ) και savor (ΗΠΑ)
- γεύομαι (εκτιμώ και απολαμβάνω κάτι)
savour (en) (ΗΒ) και savor (ΗΠΑ)
savour (en) (ΗΒ) και savor (ΗΠΑ)