νέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νέομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nes-[1]
Ρήμα
επεξεργασίανέομαι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΥποσημειώσεις
επεξεργασία- ↑ Συγγενική με πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nas->ναίω