Νέστωρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Νέστωρ | οι | Νέστορες |
γενική | του | Νέστορος | των | Νεστόρων |
αιτιατική | τον | Νέστορα | τους | Νέστορες |
κλητική | Νέστορ | Νέστορες | ||
Δείτε και το νεότερο «Νέστορας» | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νέστωρ < αρχαία ελληνική Νέστωρ
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νέστωρ, -ορος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Νέστωρ
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
Νεστωρ-, Νεστορ- | |||||
ονομαστική | ὁ | Νέστωρ | οἱ | Νέστορες | |
γενική | τοῦ | Νέστορος | τῶν | Νεστόρων | |
δοτική | τῷ | Νέστορῐ | τοῖς | Νέστορσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | Νέστορᾰ | τοὺς | Νέστορᾰς | |
κλητική ὦ! | Νέστορ | Νέστορες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Νέστορε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | Νεστόροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Νέστωρ, ήδη ομηρικό < νέομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Νέστωρ αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Νέστωρ στη Βικιπαίδεια
Πηγές επεξεργασία
- Νέστωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Νέστωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.