Νέστορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈne.sto.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νέ‐στο‐ρος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Νέστορος (πατρωνυμικό) < λόγια γενική ενικού του ονόματος Νέστωρ (αρχαία ελληνικά) > Νέστορας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΝέστορος αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασία- λατινικοί χαρακτήρες: Nestoros
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Νέστορος: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΝέστορος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΝέστορος αρσενικό