Παπανέστορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.paˈne.sto.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐πα‐νέ‐στο‐ρος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- Παπανέστορος (πατρωνυμικό) < παπα- + λόγια γενικού ενικού Νέστορος του ονόματος Νέστωρ (αρχαία ελληνικά) ή Νέστορας· κυριολεκτικά: το παιδί ή η σύζυγος του Παπανέστορα, του παπα-Νέστορα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Παπανέστορος αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
Άλλες γραφές
επεξεργασία- Παπανέστωρος (σφαλερή γραφή)
Συγγενικά
επεξεργασία- Νέστορος (άκλιτο)
- Παπανέστορας (αρσενικό), Παπανέστορα (θηλυκό)
Μεταγραφές
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
- Παπανέστορος < λόγια γενική ενικού του αρσενικού Παπανέστορας
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ετυμολογία 3
επεξεργασία
- Παπανέστορος : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασία
Παπανέστορος αρσενικό
- (λόγιο) γενική ενικού του Παπανέστορας
- άλλη μορφή: Παπανέστορα