παπα-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παπα- < παπάς
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαπαπα-
- (λαϊκότροπο) άκλιτη και άτονη προτακτική λέξη σε αρσενικά χαλαρά σύνθετα. Προτακτικό που ακολουθείται από το ενωτικό - και το όνομα ενός ιερέα
- παπα-Γιώργης
- ※ Ο παπα- Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, διήγημα (1893) "Λαμπριάτικος Ψάλτης", Πασχαλινά διηγήματα)
- πρόθημα σύνθετων επωνύμων (οικογενειακών ονομάτων). Παίρνει στις μορφές
- παπαδ- (Παπαδόπουλος, Παπαδιαμάντης)
- παπαζ- (Παπάζογλου)
- → και δείτε τη λέξη παπάς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παπα-
|