Δείτε επίσης: παπάς, πάπας

Ετυμολογία

επεξεργασία
παπα- < παπάς
ΔΦΑ : /pa.pa/

παπα-

  1. (λαϊκότροπο) άκλιτη και άτονη προτακτική λέξη σε αρσενικά χαλαρά σύνθετα. Προτακτικό που ακολουθείται από το ενωτικό - και το όνομα ενός ιερέα
    παπα-Γιώργης
      Ο παπα- Αζαρίας εσκέφθη προς στιγμήν, αλλ' η όψις του δεν εξέφραζε πνευματικόν τι. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, διήγημα (1893) "Λαμπριάτικος Ψάλτης", Πασχαλινά διηγήματα)
  2. πρόθημα σύνθετων επωνύμων (οικογενειακών ονομάτων). Παίρνει στις μορφές
    παπαδ- (Παπαδόπουλος, Παπαδιαμάντης)
    παπαζ- (Παπάζογλου)
     και δείτε τη λέξη παπάς

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία