Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
κοινού γένους αρσενικό κοινού γένους
ονομαστική ο/η Παπάζογλου οι Παπάζογλοι
Παπαζογλαίοι
οι Παπάζογλου
      γενική του/της Παπάζογλου των Παπάζογλων
Παπαζογλαίων
των Παπάζογλου
    αιτιατική τον/την Παπάζογλου τους Παπάζογλους
Παπαζογλαίους
τους/τις Παπάζογλου
     κλητική Παπάζογλου Παπάζογλοι
Παπαζογλαίοι
Παπάζογλου
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό.
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Παπάζογλου < παπά(ς) + -ογλου (κυριολεκτικά: ο γιος του παπά)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paˈpa.zo.ɣlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐πά‐ζο‐ογλου

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παπάζογλου αρσενικό ή θηλυκό (και ως άκλιτο)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία