σύνθετα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σύνθετα ουδέτερο
- σύνθετα: κατηγορία λέξεων
- οριστικά σύνθετα, όπου το πρώτο ή δεύτερο συνθετικό προσδιορίζει το άλλο σαν επιθετικός, επιρρηματικός ή ετερόπτωτος προσδιορισμός (π.χ. ακρόπολη: η άκρα πόλη)
- αντικειμενικά σύνθετα (π.χ. γεωγράφος: ο γράφων τη γη)
- κτητικά σύνθετα (π.χ. πολύκαρπος : που έχει πολλούς καρπούς)
- συνδετικά ή παρατακτικά σύνθετα (π.χ. ιατρόμαντις: και γιατρός και μάντις)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
σύνθετα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σύνθετα
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
σύνθετα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύνθετο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
σύνθετα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σύνθετο