Δείτε επίσης: Ακρόπολη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρόπολη οι ακροπόλεις
      γενική της ακρόπολης* των ακροπόλεων
    αιτιατική την ακρόπολη τις ακροπόλεις
     κλητική ακρόπολη ακροπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακροπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Η ακρόπολη της Λίνδου

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρόπολη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρόπολις + . Συγχρονικά αναλύεται σε ακρό- + -πολη[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkɾo.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρό‐πο‐λη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρόπολη θηλυκό

  1. (αρχαιολογία) ύψωμα που παρείχε προστασία και γι' αυτό το λόγο γινόταν ο τόπος εγκατάστασης ενός οικισμού κατά τους προϊστορικούς χρόνους
  2. το υψηλότερο μέρος μιας αρχαίας ή βυζαντινής πόλης. Εκεί έβρισκαν οι πολίτες της ένα ύστατο καταφύγιο σε περίπτωση πολέμου
     συνώνυμα: κάστρο
  3. (μεταφορικά) ο τόπος που συνδέθηκε καθοριστικά με την ανάπτυξη και την πορεία ενός λαού ή κινήματος κλπ
     συνώνυμα: προπύργιο
    το Σούλι και η Μάνη υπήρξαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας δυο ακροπόλεις του ελληνισμού

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία