Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πολύκαρπος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πολύκαρπ
ος
η
πολύκαρπ
η
το
πολύκαρπ
ο
γενική
του
πολύκαρπ
ου
της
πολύκαρπ
ης
του
πολύκαρπ
ου
αιτιατική
τον
πολύκαρπ
ο
την
πολύκαρπ
η
το
πολύκαρπ
ο
κλητική
πολύκαρπ
ε
πολύκαρπ
η
πολύκαρπ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πολύκαρπ
οι
οι
πολύκαρπ
ες
τα
πολύκαρπ
α
γενική
των
πολύκαρπ
ων
των
πολύκαρπ
ων
των
πολύκαρπ
ων
αιτιατική
τους
πολύκαρπ
ους
τις
πολύκαρπ
ες
τα
πολύκαρπ
α
κλητική
πολύκαρπ
οι
πολύκαρπ
ες
πολύκαρπ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πολύκαρπος
<
αρχαία ελληνική
Επίθετο
επεξεργασία
πολύκαρπος, -η, -ο
που
αποφέρει
πολλούς
καρπούς
Συνώνυμα
επεξεργασία
καρπερός
Αντώνυμα
επεξεργασία
άγονος
άκαρπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πολύκαρπος