καρπός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καρπός | οι | καρποί |
γενική | του | καρπού | των | καρπών |
αιτιατική | τον | καρπό | τους | καρπούς |
κλητική | καρπέ | καρποί | ||
όπως «αγρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Μαύρος επίδεσμος περιβάλλει τον καρπό(1)
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καρπός < αρχαία ελληνική καρπός <
- (1) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷerp- (στρέφω, γυρίζω)
- (2,3,4) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kerp- (θερισμός, καρπός, συγκομιδή)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾˈpos/
- συλλαβισμός : καρ‐πός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καρπός αρσενικό
- (ανατομία) άρθρωση του ανθρώπινου σώματος: εκεί που ενώνεται η παλάμη με την κερκίδα και την ωλένη
- (βοτανική) το μέρος ενός φυτού που προέρχεται από το άνθος μετά τη γονιμοποίηση και περιέχει τους σπόρους· το φρούτο
- ↪ αν και οι ντομάτες είναι καρποί συνήθως συγκαταλέγονται στα λαχανικά και όχι στα φρούτα
- (μεταφορικά) το αποτέλεσμα
- (μεταφορικά) το παιδί
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μέρος του σώματος
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καρπός <
- (1,2) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kerp- (θερισμός, καρπός, συγκομιδή)
- (3) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷerp- (στρέφω, γυρίζω)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καρπός αρσενικό