καρπολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρπολογώ < ελληνιστική κοινή καρπολογέω / καρπολογῶ
Ρήμα
επεξεργασίακαρπολογώ
Συγγενικά
επεξεργασία- καρπολόγημα
- καρπολογία
- καρπολόγος
- → δείτε τις λέξεις καρπός και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρπολογώ
|