καρπολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρπολόγος < ελληνιστική κοινή καρπολόγος
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρπολόγος
- (αρσενικό ή θηλυκό) (λογοτεχνικό) που καρπολογεί
- (αρσενικό) εργαλείο με το οποίο συλλέγονται καρποί ή φρούτα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καρπολόγος
|