καρπολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρπολογία < ελληνιστική κοινή καρπολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρπολογία θηλυκό
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του καρπολόγημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρπολογία
|
καρπολογία θηλυκό
|