καρποφορία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καρποφορία < (ελληνιστική κοινή) καρποφορία < αρχαία ελληνική καρποφόρος < καρπός + φέρω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρποφορία θηλυκό
- το αποτέλεσμα του καρποφορώ, η παραγωγή καρπών
- (μεταφορικά) η απολαβή οφελών αποτελέσματος κατόπιν προσπάθειας
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις καρποφόρος, καρπός και φέρω