Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρποφορία οι καρποφορίες
      γενική της καρποφορίας των καρποφοριών
    αιτιατική την καρποφορία τις καρποφορίες
     κλητική καρποφορία καρποφορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρποφορία < (ελληνιστική κοινήκαρποφορία < αρχαία ελληνική καρποφόρος < καρπός + φέρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρποφορία θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα του καρποφορώ, η παραγωγή καρπών
  2. (μεταφορικά) η απολαβή οφελών αποτελέσματος κατόπιν προσπάθειας

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία