καρποφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρποφορώ < αρχαία ελληνική καρποφορέω / καρποφορῶ < καρπο- (καρπός) + φέρω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾ.po.foˈɾo/
Ρήμα
επεξεργασίακαρποφορώ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καρποφόρος, καρπός και φέρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καρποφορώ | καρποφορούσα | θα καρποφορώ | να καρποφορώ | καρποφορώντας | |
β' ενικ. | καρποφορείς | καρποφορούσες | θα καρποφορείς | να καρποφορείς | (καρποφόρει) | |
γ' ενικ. | καρποφορεί | καρποφορούσε | θα καρποφορεί | να καρποφορεί | ||
α' πληθ. | καρποφορούμε | καρποφορούσαμε | θα καρποφορούμε | να καρποφορούμε | ||
β' πληθ. | καρποφορείτε | καρποφορούσατε | θα καρποφορείτε | να καρποφορείτε | καρποφορείτε | |
γ' πληθ. | καρποφορούν(ε) | καρποφορούσαν(ε) | θα καρποφορούν(ε) | να καρποφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καρποφόρησα | θα καρποφορήσω | να καρποφορήσω | καρποφορήσει | ||
β' ενικ. | καρποφόρησες | θα καρποφορήσεις | να καρποφορήσεις | καρποφόρησε | ||
γ' ενικ. | καρποφόρησε | θα καρποφορήσει | να καρποφορήσει | |||
α' πληθ. | καρποφορήσαμε | θα καρποφορήσουμε | να καρποφορήσουμε | |||
β' πληθ. | καρποφορήσατε | θα καρποφορήσετε | να καρποφορήσετε | καρποφορήστε | ||
γ' πληθ. | καρποφόρησαν καρποφορήσαν(ε) |
θα καρποφορήσουν(ε) | να καρποφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καρποφορήσει | είχα καρποφορήσει | θα έχω καρποφορήσει | να έχω καρποφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις καρποφορήσει | είχες καρποφορήσει | θα έχεις καρποφορήσει | να έχεις καρποφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει καρποφορήσει | είχε καρποφορήσει | θα έχει καρποφορήσει | να έχει καρποφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καρποφορήσει | είχαμε καρποφορήσει | θα έχουμε καρποφορήσει | να έχουμε καρποφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε καρποφορήσει | είχατε καρποφορήσει | θα έχετε καρποφορήσει | να έχετε καρποφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καρποφορήσει | είχαν καρποφορήσει | θα έχουν καρποφορήσει | να έχουν καρποφορήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρποφορώ