τελεσφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τελεσφορώ < αρχαία ελληνική τελεσφορέω / τελεσφορῶ < τελεσφόρος < τέλος + φέρω
Ρήμα
επεξεργασία
τελεσφορώ
- (λόγιο) ολοκληρώνομαι με επιθυμητό αποτέλεσμα, καταλήγω σε επιτυχία
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- τελεσφόρος
- → δείτε τις λέξεις τέλος και φέρω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τελεσφορώ | τελεσφορούσα | θα τελεσφορώ | να τελεσφορώ | τελεσφορώντας | |
β' ενικ. | τελεσφορείς | τελεσφορούσες | θα τελεσφορείς | να τελεσφορείς | (τελεσφόρει) | |
γ' ενικ. | τελεσφορεί | τελεσφορούσε | θα τελεσφορεί | να τελεσφορεί | ||
α' πληθ. | τελεσφορούμε | τελεσφορούσαμε | θα τελεσφορούμε | να τελεσφορούμε | ||
β' πληθ. | τελεσφορείτε | τελεσφορούσατε | θα τελεσφορείτε | να τελεσφορείτε | τελεσφορείτε | |
γ' πληθ. | τελεσφορούν(ε) | τελεσφορούσαν(ε) | θα τελεσφορούν(ε) | να τελεσφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τελεσφόρησα | θα τελεσφορήσω | να τελεσφορήσω | τελεσφορήσει | ||
β' ενικ. | τελεσφόρησες | θα τελεσφορήσεις | να τελεσφορήσεις | τελεσφόρησε | ||
γ' ενικ. | τελεσφόρησε | θα τελεσφορήσει | να τελεσφορήσει | |||
α' πληθ. | τελεσφορήσαμε | θα τελεσφορήσουμε | να τελεσφορήσουμε | |||
β' πληθ. | τελεσφορήσατε | θα τελεσφορήσετε | να τελεσφορήσετε | τελεσφορήστε | ||
γ' πληθ. | τελεσφόρησαν τελεσφορήσαν(ε) |
θα τελεσφορήσουν(ε) | να τελεσφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τελεσφορήσει | είχα τελεσφορήσει | θα έχω τελεσφορήσει | να έχω τελεσφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις τελεσφορήσει | είχες τελεσφορήσει | θα έχεις τελεσφορήσει | να έχεις τελεσφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει τελεσφορήσει | είχε τελεσφορήσει | θα έχει τελεσφορήσει | να έχει τελεσφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τελεσφορήσει | είχαμε τελεσφορήσει | θα έχουμε τελεσφορήσει | να έχουμε τελεσφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε τελεσφορήσει | είχατε τελεσφορήσει | θα έχετε τελεσφορήσει | να έχετε τελεσφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τελεσφορήσει | είχαν τελεσφορήσει | θα έχουν τελεσφορήσει | να έχουν τελεσφορήσει |
|