succeed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | succeed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | succeeds |
αόριστος | succeeded |
παθητική μετοχή | succeeded |
ενεργητική μετοχή | succeeding |
Ρήμα
επεξεργασίαsucceed (en)
- (αμετάβατο) πετυχαίνω, επιτυγχάνω
- ↪ He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.
- Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.
- ↪ He came to a compromise with the tax office and succeeded in reducing the tax.
- (μεταβατικό) διαδέχομαι
- ↪ Who succeeded her as Prime Minister?
- Ποιος την διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία;
- ≈ συνώνυμα: come after
- ↪ Who succeeded her as Prime Minister?