come after
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | come after |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes after |
αόριστος | came after |
παθητική μετοχή | come after |
ενεργητική μετοχή | coming after |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcome after (en)
ενεστώτας | come after |
γ΄ ενικό ενεστώτα | comes after |
αόριστος | came after |
παθητική μετοχή | come after |
ενεργητική μετοχή | coming after |
come after (en)