ενεστώτας come after
γ΄ ενικό ενεστώτα comes after
αόριστος came after
παθητική μετοχή come after
ενεργητική μετοχή coming after

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come after < → δείτε τις λέξεις come και after

come after (en)

  1. καταδιώκω, κυνηγώ
     συνώνυμα: pursue
  2. έπομαι, ακολουθώ, διαδέχομαι
    ⮡  Who came after her as Prime Minister?
    Ποιος την διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία;
     συνώνυμα: succeed