καταδιώκω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταδιώκω < αρχαία ελληνική καταδιώκω < κατα- + διώκω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική poursuivre)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ta.ðiˈo.ko/
Ρήμα
επεξεργασίακαταδιώκω (παθητική φωνή: καταδιώκομαι)
- κυνηγώ κάποιον, για να τον συλλάβω ή για άλλο λόγο
- ※ Θεωρώντας ότι ο Κλαρκ ήταν ο δράστης, άρχισαν να τον καταδιώκουν, με τη συνδρομή ενός ελικοπτέρου της αστυνομίας, που ήταν εξοπλισμένο με υπέρυθρη κάμερα. (εφ. Το Βήμα, 22/3/2018)
- επιδιώκω με κάθε τρόπο να συναντήσω κάποιον, που δεν επιθυμεί τη συνάντηση
- (μεταφορικά) βασανίζω, τύπτω, ενοχλώ
- ※ Μία γυναίκα νεκρή και μία που καταδιώκεται από αιώνιες τύψεις. (εφ. Ελευθεροτυπία, 5/1/2014)
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαταδίωκτο
- ακαταδίωκτος
- καταδιωγμένος
- καταδιωγμός
- καταδιωκτικά
- καταδιωκτικό
- καταδιωκτικός
- καταδίωξη
- → δείτε τις λέξεις κατά και διώκω