καταδιωγμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταδιωγμός < καταδιώκω + -μός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική persécution)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταδιωγμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του καταδιώκω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταδιωγμός