ακαταδίωκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαακαταδίωκτος, -η, -ο
- που δεν έχει καταδιωχτεί ή δεν μπορεί να καταδιωχτεί
- (νομικός όρος) που δεν του έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή την έχει διαφύγει
- (ουσιαστικοποιημένο) (νομικός όρος) ακαταδίωκτο: το να είναι κάποιος ακαταδίωκτος
- Το κυριότερο όμως είναι ότι γύρω από άτομα που ζουν στους… απροσπέλαστους καταυλισμούς δημιουργείται ένα ολόκληρο «σύστημα προστασίας». Κι αυτό γιατί διαθέτουν -και την περίοδο της κρίσης- μεγάλα χρηματικά ποσά από την εγκληματική δραστηριότητά τους. Έτσι ώστε να συνεχίζουν το εμπόριο ναρκωτικών και να ενισχύουν την αίσθηση ακαταδίωκτου. (*)