Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταδιωγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καταδιωγμέν
ος
η
καταδιωγμέν
η
το
καταδιωγμέν
ο
γενική
του
καταδιωγμέν
ου
της
καταδιωγμέν
ης
του
καταδιωγμέν
ου
αιτιατική
τον
καταδιωγμέν
ο
την
καταδιωγμέν
η
το
καταδιωγμέν
ο
κλητική
καταδιωγμέν
ε
καταδιωγμέν
η
καταδιωγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καταδιωγμέν
οι
οι
καταδιωγμέν
ες
τα
καταδιωγμέν
α
γενική
των
καταδιωγμέν
ων
των
καταδιωγμέν
ων
των
καταδιωγμέν
ων
αιτιατική
τους
καταδιωγμέν
ους
τις
καταδιωγμέν
ες
τα
καταδιωγμέν
α
κλητική
καταδιωγμέν
οι
καταδιωγμέν
ες
καταδιωγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταδιωγμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καταδιώκω
Μετοχή
επεξεργασία
καταδιωγμένος, -η, -ο
που έχει
καταδιωχθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακαταδίωκτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταδιωγμένος
γαλλικά
:
persécuté
(fr)