↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταδιωγμένος η καταδιωγμένη το καταδιωγμένο
      γενική του καταδιωγμένου της καταδιωγμένης του καταδιωγμένου
    αιτιατική τον καταδιωγμένο την καταδιωγμένη το καταδιωγμένο
     κλητική καταδιωγμένε καταδιωγμένη καταδιωγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταδιωγμένοι οι καταδιωγμένες τα καταδιωγμένα
      γενική των καταδιωγμένων των καταδιωγμένων των καταδιωγμένων
    αιτιατική τους καταδιωγμένους τις καταδιωγμένες τα καταδιωγμένα
     κλητική καταδιωγμένοι καταδιωγμένες καταδιωγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταδιωγμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου καταδιώκω

καταδιωγμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία