• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

ακαταδίωκτο

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ακαταδίωκτο τα ακαταδίωκτα
      γενική του ακαταδίωκτου των ακαταδίωκτων
    αιτιατική το ακαταδίωκτο τα ακαταδίωκτα
     κλητική ακαταδίωκτο ακαταδίωκτα
όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ακαταδίωκτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακαταδίωκτος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ακαταδίωκτο ουδέτερο

  • το να μην καταδιώκεται κάποιος, η ιδιότητα του ακαταδίωκτου

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ακαταδίωκτο
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ακαταδίωκτο&oldid=4865337"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 14:33

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 14:33.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie