ακαταδίωκτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαταδίωκτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ακαταδίωκτος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακαταδίωκτο ουδέτερο
- το να μην καταδιώκεται κάποιος, η ιδιότητα του ακαταδίωκτου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακαταδίωκτο
|