Δείτε επίσης: ἀπροσπέλαστος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροσπέλαστος η απροσπέλαστη το απροσπέλαστο
      γενική του απροσπέλαστου της απροσπέλαστης του απροσπέλαστου
    αιτιατική τον απροσπέλαστο την απροσπέλαστη το απροσπέλαστο
     κλητική απροσπέλαστε απροσπέλαστη απροσπέλαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροσπέλαστοι οι απροσπέλαστες τα απροσπέλαστα
      γενική των απροσπέλαστων των απροσπέλαστων των απροσπέλαστων
    αιτιατική τους απροσπέλαστους τις απροσπέλαστες τα απροσπέλαστα
     κλητική απροσπέλαστοι απροσπέλαστες απροσπέλαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απροσπέλαστος < (ελληνιστική κοινήἀπροσπέλαστος

  Επίθετο επεξεργασία

απροσπέλαστος

  1. (λόγιο) που δεν μπορεί (εύκολα) να τον πλησιάσει κανείς
  2. (λόγιο) δύσκολα προσβάσιμος
  3. (λόγιο) (μεταφορικά) δύσκολος στην κατανόηση, με βαθύ νόημα

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία