απροσπέλαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απροσπέλαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀπροσπέλαστος
Επίθετο
επεξεργασίααπροσπέλαστος
- (λόγιο) που δεν μπορεί (εύκολα) να τον πλησιάσει κανείς
- (λόγιο) δύσκολα προσβάσιμος
- (λόγιο) (μεταφορικά) δύσκολος στην κατανόηση, με βαθύ νόημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- απροσπέλαστα
- → δείτε τις λέξεις προσπελάζω, προς και πέλας
Μεταφράσεις
επεξεργασία απροσπέλαστος