προσπελάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσπελάσιμος < προσπελάσ- + -ιμος < προσπελάζω (= πλησιάζω)
Επίθετο
επεξεργασίαπροσπελάσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να προσπελαστεί, που μπορεί να τον πλησιάσει κανένας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσπελάσιμος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.