προσπελασιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσπελασιμότητα (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική accessibility. Μορφολογικά αναλύεται σε προσπελάσιμ(ος) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσπελασιμότητα θηλυκό
- (λόγιο, νεολογισμός, πληροφορική) η δυνατότητα που δίνεται σε κάποιον να έχει πρόσβαση κάπου
Μεταφράσεις
επεξεργασία προσπελασιμότητα
Πηγές
επεξεργασία- προσπελασιμότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προσπελασιμότητα - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr