↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσπελασιμότητα οι προσπελασιμότητες
      γενική της προσπελασιμότητας των προσπελασιμοτήτων
    αιτιατική την προσπελασιμότητα τις προσπελασιμότητες
     κλητική προσπελασιμότητα προσπελασιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσπελασιμότητα (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική accessibility. Μορφολογικά αναλύεται σε προσπελάσιμ(ος) + -ότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσπελασιμότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία