πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσβαση οι προσβάσεις
      γενική της πρόσβασης* των προσβάσεων
    αιτιατική την πρόσβαση τις προσβάσεις
     κλητική πρόσβαση προσβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πρόσβαση θηλυκό

  1. η είσοδος
  2. το πλησίασμα
  3. η προσέγγιση

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία