προσπελάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσπελάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσπελάζω[1] < προσ- + πελάζω (πλησιάζω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.speˈla.zo/
- ΔΦΑ : /pɾos.peˈla.zo/ με διακριτή προφορά προθήματος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σπε‐λά‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐πε‐λά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσπελάζω
- πλησιάζω, προσεγγίζω, αποκτώ πρόσβαση
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προσπελάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας