Ετυμολογία

επεξεργασία
πελάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂- (πλησιάζω, ωθώ). Συγγενή: λατινική pello, η αγγλική push, pulse, η αρμενική հալածել (halacel, ακολουθώ).[1]

πελάζω

  1. πλησιάζω, προσεγγίζω
  2. φέρνω κάποιον κοντά σε άλλον
  3. πλησιάζω γυναίκα για συνουσία
  4. (στη μέση φωνή) φέρνω κάτι προς τον εαυτό μου για ωφέλειά μου
  5. (στην παθητική φωνή) πλησιάζω
  6. (στην παθητική φωνή) (για γυναίκα) παντρεύομαι, πλησιάζομαι από άνδρα για συνουσία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία
  • ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει (Πλάτων, Συμπόσιον 195b)
    αντιστοιχεί στο νεοελληνικό «όνος όνο τρίβει»

Συγγενικά

επεξεργασία

θέμα παλ-

θέμα πελα-

θέμα πελε-

θέμα πλη-

Ρηματικοί τύποι:

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.