πελάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πελάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pelh₂- (πλησιάζω, ωθώ). Συγγενή: λατινική pello, η αγγλική push, pulse, η αρμενική հալածել (halacel, ακολουθώ).[1]
Ρήμα
επεξεργασίαπελάζω
- πλησιάζω, προσεγγίζω
- φέρνω κάποιον κοντά σε άλλον
- πλησιάζω γυναίκα για συνουσία
- (στη μέση φωνή) φέρνω κάτι προς τον εαυτό μου για ωφέλειά μου
- (στην παθητική φωνή) πλησιάζω
- (στην παθητική φωνή) (για γυναίκα) παντρεύομαι, πλησιάζομαι από άνδρα για συνουσία
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αττικός τύπος : πελάθω
- ποιητικός τύπος: πελάω
- ποιητικός τύπος: πλάθω
Εκφράσεις
επεξεργασία- βρόχῳ δέρην πελάζω
- ἔπος ἀδάμαντι πελάζω
- δεσμοῖς τινὰ πελάζω: καθιστώ κάποιον δέσμιο
- κράτει τινὰ πελάζω: κάνω κάποιον να νικήσει, κάνω κάποιον να επικρατήσει
- πελάζω τινὰ χθονί: σκοτώνω κάποιον
- πελάζω τινὰ ὀδύναις: κάνω κάποιον να πονέσει, να δυστυχήσει
- πελάζω θαλάσσῃ στῆθος: κολυμπώ
Παροιμίες
επεξεργασία- ὅμοιος ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει (Πλάτων, Συμπόσιον 195b)
- αντιστοιχεί στο νεοελληνικό «όνος όνο τρίβει»
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα παλ-
θέμα πελα-
θέμα πελε-
θέμα πλη-
Κλίση
επεξεργασίαΡηματικοί τύποι:
- ποιητικός τύπος: μελλ. πελῶ
- ποιητικός τύπος: μελλ. πελάσω, πελάσσω
- επικός τύπος : αόρ. πέλασα, ἐπέλασσα, πέλασσα
- ιωνικός τύπος : μέση φωνή ευκτική αόρ. α' γ' πληθ. πελασαίατο
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' ενικ. ἐπελάσσατο
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' πληθ. πέλασθεν
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' ενικ. πελάσθη
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' ενικ. ἔπλητο, πλῆτο
- επικός τύπος : παθητική φωνή αόρ. γ' πληθ. ἔπληντο, πλῆντο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πελάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πελάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.