πλησίον
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλησίον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πλησίον, επίρρημα και ουδέτερο του πλησίος
- για το ουσιαστικοποιημένο: εννοείται ο ευρισκόμενος πλησίον, αυτός «που είναι» κοντά
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pliˈsi.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐σί‐ον
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
πλησίον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλησίον αρσενικό άκλιτο
- ο συνάνθρωπος
- ↪ αγάπα τον πλησίον σου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πλησίον
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
πλησίον < ουδέτερο του πλησίος → και δείτε τις λέξεις πέλας και πελάζω
- για το ουσιαστικοποιημένο: εννοείται ὤν, ὁ πλησίον ὤν
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
πλησίον, συγκριτικός : πλησιαιτέρω/πλησιαίτερον, υπερθετικός : πλησιαίτατα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πλησίον άκλιτο
- αυτός που βρίσκεται κοντά
- ↪ ὁ πλησίον παράδεισος, αἱ πλησίον κῶμαι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλησίον αρσενικό άκλιτο
- ο γείτονας
- ο συγγενής
- ο συνάνθρωπος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- πλησίος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλησίος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.