πλησίον
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλησίον < αρχαία ελληνική πλησίον
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
πλησίον
- → δείτε τη λέξη κοντά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλησίον αρσενικό άκλιτο
- ο συνάνθρωπος
- αγάπα τον πλησίον σου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πλησίον
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
πλησίον < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
πλησίον (δωρικός τύπος : πλατίον, αιολικός τύπος : πλάσιον)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πλησίον άκλιτο (δωρικός τύπος : πλατίον, αιολικός τύπος : πλάσιον, βοιωτικός τύπος : πλησίος)
- αυτός που βρίσκεται κοντά
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλησίον αρσενικό άκλιτο (δωρικός τύπος : πλατίον, αιολικός τύπος : πλάσιον, βοιωτικός τύπος : πλησίος)
- ο γείτονας
- ο συγγενής
- ο συνάνθρωπος